- σειραίνω
- σειραίνω, ([etym.] Σείριος)A dry up by heat, parch, Orus ap. EM710.22; cf. σειριάω, σειρεόω, and σειρόω.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σειραίνω — Α [Σείριος] ξηραίνω, στεγνώνω με θερμότητα … Dictionary of Greek